ψευδόνιτρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ψευδόνιτρος,ος,ον θηλυκό (και ψευδόλιτρος)
- για τη νοθευμένη ποτάσσα ή σόδα ή σαπούνι
- Κλειγένης ὁ μικρός, ὁ πονηρότατος βαλανεὺς ὁπόσοι κρατοῦσι κυκησιτέφρου ψευδολίτρου κονίας καὶ Κιμωλίας γῆς, χρόνον ἐνδιατρίψει (Αριστοφάνης, Βάτραχοι, 706)