ψηλώσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ψηλώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ψηλώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ψηλώνω
  3. θα ψηλώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ψηλώνω