ψηφοθηρώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψηφοθηρώ (μαρτυρείται από το 1871)[1] < (αναδρομικός σχηματισμός) ψηφοθηρ(ία) + -ώ[2]
Ρήμα[επεξεργασία]
ψηφοθηρώ
- ασκώ ψηφοθηρία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψηφοθηρώ
|
[επεξεργασία]
- ↑ σελ. 1137, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ↑ ψηφοθηρώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.