όφου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- όφου < οφ / οχ < (ηχομιμητική λέξη)
Επιφώνημα[επεξεργασία]
όφου
- άλλη μορφή του όχου
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
όφου
|