деревня

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

деревня (ru) θηλυκό

  1. χωριό
  2. ύπαιθρος, εξοχή
    Она живёт в деревне (:αυτή μένει στην ύπαιθρο)