деревня
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρωσικά (ru)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
деревня (ru) θηλυκό
- χωριό
- ύπαιθρος, εξοχή
- Она живёт в деревне (:αυτή μένει στην ύπαιθρο)