Μετάβαση στο περιεχόμενο

красная фасоль

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
красная фасоль <  δείτε τις λέξεις красная και фасоль

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

красная фасоль (ru) θηλυκό