одело

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

одело (sr) (λατινική γραφή: odelo) ουδέτερο

  1. το ένδυμα
  2. το κοστούμι