село
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Βουλγαρικά (bg) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
село (bg)
- το χωριό
Σερβικά (sr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
село (sr) (λατινική γραφή: selo) ουδέτερο
- το χωριό