أسوان

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
أسوان < κοπτική ⲥⲟⲩⲁⲛ (souan)

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

أسوان (أَسْوَان) (ar) (ʾaswān) θηλυκό