พ่อ
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ταϊλανδικά
(th)
[
επεξεργασία
]
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
พ่อ
(th)
(pòo)
πατέρας
Κατηγορίες
:
Ταϊλανδική γλώσσα
Ουσιαστικά (ταϊλανδικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
Νέα συντακτών
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
Azərbaycanca
Kaszëbsczi
English
Esperanto
Na Vosa Vakaviti
Hrvatski
Magyar
Bahasa Indonesia
日本語
한국어
Kurdî
ລາວ
Lietuvių
Malagasy
ဘာသာ မန်
မြန်မာဘာသာ
Norsk
Polski
Português
Русский
ၽႃႇသႃႇတႆး
ไทย
Türkçe