ἀγαλλίς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἀγαλλίς < άγνωστης ετυμολογίας
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἀγαλλίς θηλυκό
- είδος υακίνθων, ξιφοειδές, σπαθόχορτο
ἀγαλλίς θηλυκό