ἀκούσιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ἀκούσιος-ος,-ον / ος-α-ον ασυναίρετο: ἀεκούσιος
- ο αθέλητος, που έγινε χωρίς πρόθεση, άθελα, παρά τη θέλησή του, που εξαναγκάσθηκε, που είναι αποτέλεσμα εξαναγκασμού