ἀπελθέτω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]ἀπελθέτω
- γ΄ πρόσωπο ενικού στην προστακτική β΄ αορίστου του ρήματος ἀπέρχομαι
- → δείτε τη λέξη ἀπέρχομαι
ἀπελθέτω