ἀποδίδοτε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ἀποδίδοτε
- β΄ πρόσωπο πληθυντικού στην προστακτική ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἀποδίδωμι
- → δείτε τη λέξη ἀποδίδωμι