ἁγιστεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ἁγιστεία < ἁγιστεύω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἁγιστεία θηλυκό
- η ιεροτελεστεία του ἁγισμόῦ, καθαρμού
- η ἁγιωσύνη
ἁγιστεία < ἁγιστεύω
ἁγιστεία θηλυκό