ἁλιευτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]ἁλιευτικός < ἁλιεύω
Επίθετο
[επεξεργασία]ἁλιευτικός
- αυτός που ανήκει ή προορίζεται για ψάρεμα
ἁλιευτικός < ἁλιεύω
ἁλιευτικός