Ἀμφιτροπαῖος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ Ἀμφιτροπαῖος τὸ Ἀμφιτροπαῖον οἱ, αἱ Ἀμφιτροπαῖοι τὰ Ἀμφιτροπαῖα
Γενική τοῦ, τῆς Ἀμφιτροπαίου τοῦ Ἀμφιτροπαίου τῶν Ἀμφιτροπαίων τῶν Ἀμφιτροπαίων
Δοτική τῷ, τῇ Ἀμφιτροπαίῳ τῷ Ἀμφιτροπαίῳ τοῖς, ταῖς Ἀμφιτροπαίοις τοῖς Ἀμφιτροπαίοις
Αιτιατική τὸν, τὴν Ἀμφιτροπαῖον τὸ Ἀμφιτροπαῖον τοὺς, τὰς Ἀμφιτροπαίους τὰ Ἀμφιτροπαῖα
Κλητική Ἀμφιτροπαῖε Ἀμφιτροπαῖον Ἀμφιτροπαῖοι Ἀμφιτροπαῖα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική Ἀμφιτροπαίω
Γενική-Δοτική Ἀμφιτροπαίοιν

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Ἀμφιτροπαῖος < Ἀμφιτροπ(ή) + -αῖος

Επίθετο

[επεξεργασία]

Ἀμφιτροπαῖος, -ος, -ον