ἐμπιστεύομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ἐμπιστεύομαι < ἐμπιστεύω
Ρήμα[επεξεργασία]
ἐμπιστεύομαι
- εμπιστεύομαι κάτι σε κάποιον