Μετάβαση στο περιεχόμενο

ἐμύτισεν

Από Βικιλεξικό

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

ἐμύτισεν

  • γ' πρόσωπο ενικού οριστικής ενεστώτα του ρήματος μυτίζω
     δείτε παράθεμα στο μυτίζω