ἐμύτισεν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ἐμύτισεν

  • γ' πρόσωπο ενικού οριστικής ενεστώτα του ρήματος μυτίζω
    → δείτε παράθεμα στο μυτίζω