ἐξοικίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ἐξοικίζω
- βγάζω κάποιον από το σπίτι του, τον διώχνω από εκεί βίαια
- γίνομαι αιτία να φύγει κάποιος από το σπίτι του (π.χ. ο γάμος που οδηγεί τη γυναίκα σε άλλο σπιτικό)
- εξαφανίζω, εξορίζω, απομακρύνω κάτι από κάπου (π.χ. χρυσόν ἐκ Σπάρτης)
- αφανίζω
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ἐξοίκησις ( η μετανάστευση αλλά και η απέλαση)
- ἐξοικισμός ( ο διωγμός των κατοίκων)