ἐπείθετο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ἐπείθετο

  • γ' ενικό πρόσωπο οριστικής μεσοπαθητικού παρατατικού του ρήματος πείθω