ἑάλω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ἑάλω
- γ΄ πρόσωπο ενικού στην οριστική μέσου αορίστου του ρήματος ἁλίσκομαι
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- ἡ πόλις ἐάλω
ἑάλω