ἑκηβολέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἑκηβολέω < ἑκηβόλος
Ρήμα[επεξεργασία]
ἑκηβολέω, συνηρημένο: ἑκηβολῶ
- χτυπώ με βολή από μακριά
ἑκηβολέω, συνηρημένο: ἑκηβολῶ