ἑκηβολία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἑκηβολία < ἑκηβόλος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἑκηβολία θηλυκό

  • η ικανότητα στην τοξοβολία