ὑπουργέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὑπουργέω < ὑπουργός

Ρήμα[επεξεργασία]

ὑπουργέω

  1. προσφέρω υπηρεσία ή βοήθεια σε κάποιον
  2. υπηρετώ. βοηθώ, συντρέχω