ὠτειλή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ὠτειλή < οὐτάω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ὠτειλή θηλυκό
- πρόσφατο τραύμα, ανοιχτή πληγή (στον Όμηρο)
- αἷμα καταρρέον ἐξ ὠτειλῆς
- οὐταμένη ὠτειλή
- αργότερα γενικά η πληγή, πρόσφατη ή όχι