ὠτειλή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὠτειλή < οὐτάω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ὠτειλή θηλυκό

  1. πρόσφατο τραύμα, ανοιχτή πληγή (στον Όμηρο)
    αἷμα καταρρέον ἐξ ὠτειλῆς
    οὐταμένη ὠτειλή
  2. αργότερα γενικά η πληγή, πρόσφατη ή όχι