ῥοπάλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ῥοπάλη < μεταπλασμένος τύπος του ῥόπαλον, με αλλαγή από ουδέτερο σε θηλυκό γένος[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ῥοπάλη θηλυκό
- (γλώσσημα) άλλη μορφή του ῥόπαλον
- Στον Πίνδαρο Ολυμ. 9, 45[2]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Η λέξη ῥοπάλην εμφανίζεται σε παλαιές εκδοχές του έργου Πινδάρου Ὀλυμπιονίκαις αλλά σε σημερινές εκδοχές εμφανίζεται η λέξη σκύταλον
Σύνθετα[επεξεργασία]
- ῥοπᾰληφορέω / ῥοπᾰληφορῶ - φέρνω ρόπαλον
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ροπάλη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ↑ Pindari opera quae supersunt. Textum in genuina metra restituit et ..., Τόμος 1: «45. Σκύταλον ῥοπάλην Gl. γ»
Πηγές[επεξεργασία]
- ῥοπάλη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.