ῥῆγος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ῥῆγος ουδέτερο

  1. μάλλινο σκέπασμα κρεβατιού
    Ἀχιλεὺς δ᾽ ἑτάροισιν ἰδὲ δμῳῇσι κέλευσε // δέμνι᾽ ὑπ᾽ αἰθούσῃ θέμεναι καὶ ῥήγεα καλὰ //πορφύρε᾽ ἐμβαλέειν (Ιλιάδα Ω 645)
    Καὶ στοὺς συντρόφους ὁ Ἀχιλλεὺς τότ’ εἶπε καὶ στοὺς δούλους // κάτωθε ἀπὸ τὴν αἴθουσαν κρεβάτια νὰ τοὺς στρώσουν // μὲ πορφυρὰ παπλώματα ... (μετάφραση Πολυλά)