Μετάβαση στο περιεχόμενο

-ka

Από Βικιλεξικό

Επίθημα

[επεξεργασία]

-ka (pl)

  1. (υποκοριστικό) δημιουργεί υποκοριστικά γένους θηλυκού
  2. δημιουργεί θηλυκά ουσιαστικά από το αντίστοιχο αρσενικό



Επίθημα

[επεξεργασία]

-ka (sk)

  1. (υποκοριστικό) δημιουργεί υποκοριστικά γένους θηλυκού
  2. δημιουργεί θηλυκά ουσιαστικά από το αντίστοιχο αρσενικό



Επίθημα

[επεξεργασία]

-ka (cs)

  1. (υποκοριστικό) δημιουργεί υποκοριστικά γένους θηλυκού
  2. δημιουργεί θηλυκά ουσιαστικά από το αντίστοιχο αρσενικό