Achtel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Achtel (de) ουδέτερο
- το ένα όγδοο
- ein Achtel - ένα όγδοο