Μετάβαση στο περιεχόμενο

Apfelsine

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική die Apfelsine die Apfelsinen
γενική der Apfelsine der Apfelsinen
δοτική der Apfelsine den Apfelsinen
αιτιατική die Apfelsine die Apfelsinen

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Apfelsine < κάτω σαξονική Appelsina < ολλανδική appelsina < appel (μήλο) + Sina (Κίνα) [1] [2]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˌap͡fl̩ˈziːnə/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Apfelsine (de) θηλυκό

  1. (φρούτο, κυρίως στη βόρεια Γερμανία) το πορτοκάλι
     συνώνυμα: Orange
  2. (συνεκδοχικά) η πορτοκαλιά
     συνώνυμα: Apfelsinenbaum

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • Apfelsine στη γερμανική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γερμανική Βικιπαίδεια

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Apfelsine - Duden online.
  2. Apfelsine - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).