Armut

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: armut

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Armut (de) θηλυκό