Μετάβαση στο περιεχόμενο

Banane

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική die Banane die Bananen
γενική der Banane der Bananen
δοτική der Banane den Bananen
αιτιατική die Banane die Bananen

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Banane < (άμεσο δάνειο) πορτογαλική banana < αβέβαιη ετυμολογία, πιθανώς από κάποια γλώσσα στη Δυτική Αφρική [1] [2]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /baˈnaːnə/
 
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Banane (de) θηλυκό

  1. (φρούτο) η μπανάνα
  2. (συνεκδοχικά) η μπανανιά
     συνώνυμα: Bananenstaude

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • Banane στη γερμανική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γερμανική Βικιπαίδεια

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Banane - Duden online.
  2. Banane - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).