Bonnerin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Bonnerin (de) θηλυκό (αρσενικό Bonner)
- (πατριδωνυμικό) η κάτοικος ή αυτή που κατάγεται από τη Βόννη
Bonnerin (de) θηλυκό (αρσενικό Bonner)