Elektronik
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Elektronik (de) θηλυκό
- (ηλεκτρονική, φυσική) η ηλεκτρονική
Δείτε επίσης : elektronik |
Elektronik (de) θηλυκό