Fischkundler
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Fischkundler (de) αρσενικό (θηλυκό Fischkundlerin)
Fischkundler (de) αρσενικό (θηλυκό Fischkundlerin)