Genetiker
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Genetiker (de) αρσενικό (θηλυκό Genetikerin)
- (γενετική, επάγγελμα) ο γενετιστής
Genetiker (de) αρσενικό (θηλυκό Genetikerin)