Hören

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: hören

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Hören (de) ουδέτερο