Katalanisch
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Katalanisch (de) ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (γλώσσα) η καταλανική γλώσσα, τα καταλανικά
![]() |
Katalanisch (de) ουδέτερο, μόνο στον ενικό