Kusine

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Kusine (de) θηλυκό

  • η ξαδέρφη
    meine Kusine kommt morgen an - η ξαδέρφη μου φτάνει αύριο