Laterne
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Laterne (de) θηλυκό (πληθυντικός: die Laternen)
- το λυχνάρι
Laterne (de) θηλυκό (πληθυντικός: die Laternen)