Luxemburgisch
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Luxemburgisch (de) ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (γλώσσα) η λουξεμβουργιανή γλώσσα, τα λουξεμβουργιανά
Δείτε επίσης : luxemburgisch |
Luxemburgisch (de) ουδέτερο, μόνο στον ενικό