Neugriechisch
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Neugriechisch (de) ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (γλώσσα) τα νέα ελληνικά
Δείτε επίσης : neugriechisch |
Neugriechisch (de) ουδέτερο, μόνο στον ενικό