Norvégienne
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Norvégienne (fr) θηλυκό
- Norvégienne, une femme de Norvège.
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
Norvégienne (fr)