Plantagenbesitzerin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Plantagenbesitzerin (de) θηλυκό (αρσενικό Plantagenbesitzer)
Plantagenbesitzerin (de) θηλυκό (αρσενικό Plantagenbesitzer)