Schokolade
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Schokolade | die | Schokoladen |
γενική | der | Schokolade | der | Schokoladen |
δοτική | der | Schokolade | den | Schokoladen |
αιτιατική | die | Schokolade | die | Schokoladen |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ʃokoˈlaːdə/
- ⓘ
- ⓘ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Schokolade (de) θηλυκό
Σύνθετα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
Schokolade στη γερμανική Βικιπαίδεια
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Schokolade - Duden online.
- ↑ Schokolade - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά θηλυκά (γερμανικά)
- Δάνεια από τα ολλανδικά (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ολλανδικά (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ισπανικά (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τη γλώσσα νάουατλ (γερμανικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γερμανικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γερμανικά)
- Γερμανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γερμανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γερμανικά)
- Γλυκά (γερμανικά)