Spaziergängerin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Spaziergängerin, θηλυκό του Spaziergänger
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
Spaziergängerin (de) θηλυκό
Spaziergängerin (de) θηλυκό