Sprachwissenschaftlerin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Sprachwissenschaftlerin (de) θηλυκό (αρσενικό Sprachwissenschaftler)
Sprachwissenschaftlerin (de) θηλυκό (αρσενικό Sprachwissenschaftler)