Surrealismus
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Surrealismus (de) αρσενικό
- (τέχνη) o υπερρεαλισμός
Πηγές
[επεξεργασία]- Surrealismus - Duden online.