Urkatastrophe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Urkatastrophe < ur- + Katastrophe
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Urkatastrophe (de) θηλυκό
- πρώτη (σε σειρά) καταστροφή